- αλειμματοθέτης
- οεργάτης που ασχολείται με τη λίπανση τών μηχανών, ο λιπαντής.[ΕΤΥΜΟΛ. < άλειμμα + -θέτης < τίθημι, θέτω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άλειμμα — το (Α ἄλειμμα) κάθε υλικό που χρησιμοποιείται για επάλειψη, η αλοιφή νεοελλ. 1. πράξη τού αλείφω, επάλειψη, επίχριση 2. το ζωικό ή φυτικό λίπος που χρησιμοποιείται στη μαγειρική ως αναπλήρωμα τού βουτύρου, πάχος, ξίγγι 3. το χοιρινό λίπος που… … Dictionary of Greek